- κωθώνι
- το1. άτολμος και άκομψος νεοσύλλεκτος στρατιώτης2. (κατ' επέκτ.) ανόητος, βλάκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κωθώνιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωθώνι — το 1. βλάκας, κούτσουρο, ανόητος. 2. άκομψος και άπειρος νεοσύλλεχτος στρατιώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κώθωνι — κώθων Laconian drinking vessel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COTHON — I. COTHON Carthaginis tres erant partes, Κώθων, Μέγαρα, et Βύρσα. Cothon Varie definitur. A Strab. l. 17. νησίον περιφερὲς Ε᾿υρίπῳ περιεχόμενον ἔχοντι νεωσοίκους ἑκατέρωθεν κύκλῳ, Insula parva, rotunda, Euripô circumdata, utrinque habente in… … Hofmann J. Lexicon universale
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek
Λιούις, Τζέρι — (Jerry Lewis, Νιου Τζέρσεϊ 1926 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ηθοποιού, σκηνοθέτη, παραγωγού και σεναριογράφου του κινηματογράφου Τζόζεφ Λέβιτς (Joseph Levitch). Ξεκίνησε την καλλιτεχνική σταδιοδρομία του από το είδος της stand up… … Dictionary of Greek